- πρωτομέλτεμα
- ταελαφροί περιοδικοί άνεμοι (μελτέμια) που φυσούν κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτομέλτεμα — τα, Ν (μετεωρ.) ελαφρά μελτέμια που πνέουν κατά το πρώτο δεκαήμερο τού Απριλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μελτέμι] … Dictionary of Greek